- τοξίας
- -ου, ὁ, Α(ως προσωνυμία τού Απόλλωνος στη Σικυώνα) τοξευτής.[ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + κατάλ. -ίας*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τοξίας — τοξίᾱς , τοξία fem acc pl τοξίᾱς , τοξία fem gen sg (attic doric aeolic) τοξίᾱς , τοξίας masc acc pl τοξίᾱς , τοξίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξίου — τοξίας masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξίαι — τοξίᾱͅ , τοξία fem dat sg (attic doric aeolic) τοξίας masc nom/voc pl τοξίᾱͅ , τοξίας masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξίαν — τοξίᾱν , τοξία fem acc sg (attic doric aeolic) τοξίᾱν , τοξίας masc acc sg (attic epic doric aeolic) τοξίας masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)